$(document).ready(function(){$.fn.snow({minSize:10, maxSize:50, newOn:400, flakeColor: '#FFFFFF'});});

και οι βελόνες τίκι τάκα τριγυρίζουνε στη πλάκα


clock-desktop.com

Δευτέρα 15 Αυγούστου 2016

ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΖΕΥΑΜΕ ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΑΠΟ ΤΑ ΚΛΑΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΜΑΣΤΙΧΑ , ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΜΑΣ ΕΚΟΒΑΝ ΚΛΑΔΑΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΒΑΖΑΝ ΣΤΟ ΚΙΟΥΠΙ (ΠΗΛΗΝΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΟΧΕΙΟ) ΜΕ ΤΟ ΑΛΑΤΟΝΕΡΟ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΟΥΝ ΟΜΟΡΦΗ ΜΥΡΟΥΔΙΑ ΟΙ ΕΛΙΕΣ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΑΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΟΔΕΙΑ ΤΟΥΣ

Σάββατο 13 Αυγούστου 2016

 
Στα μικρατα μας ... Αλανες βραχια μαχαλαδες ... Κοματια κεραμιδι που τα φτιαχναμε κρεβατια για τις κουκλες μας πιατακια για κερασματα και αυτοκινητα τ αγορια ... Ποιος θα τα φυλαει ? ... Να τα βγαλουμε !!... α μπε μπα μπλομ ... Το κρυφτο ηθελε μαντεψια ... το κυνηγητο ιδρωτα ... τα μηλα γρηγοραδα !!... Καναμε και σχοινακι ... οχι εγω ... σ αυτο ποτε δεν τα καταφερνα . Μακρυα γαιδουρα !!...Ενα βραδυ κοτζαμ καρουμπαλο μου εκανε η γαιδουρα ...... Γονατα ματωμενα ...μα τι μας ενοιαζε ... Κι επιτελους ποια ηταν η κυρα Πινακωτη ? ποτε δεν εμαθα ... Που ηταν κι η μανα της κουφη...Αγαλματακια ακουνητα αμιλητα αγελαστα στον τοιχο κολλημενα ... Χωματα ...νερο και χωμα ... μεγαλες αγαπες !!...Στηναμε καστρα και σπιτια και παλατια κι ονειρα !!...Παιζαμε ρολους ... ζουσαμε ρολους !!... Κι υστερα ιδρωμενοι βρωμικοι με το ζορι να μαζευτουμε σπιτι. Οι μανες φωναζαν κι εμεις θελαμε ως τ αλλο πρωι να μεινουμε εκει . Στ ονειρο το δικο μας ... στη δικη μας χαρα ... Κι οι μανες φωναζαν ...Αναστασωωω .... νυχτιασε

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2016

ΑΓΙΑΣΟΣ ΟΝΕΙΡΟ Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΠΕΥΚΑ ΑΡΚΟΜΠΛΙΕΣ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ ΦΟΡΤΩΜΕΝΕΣ ΚΑΣΤΑΝΑ!!!!!!!! ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΜΑΣ Ο ΟΛΥΜΠΟΣ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΕΤΟΙΜΗ ΝΑ ΑΓΓΑΛΙΑΣΕΙ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΙ ΤΗ ΓΑΛΗΝΗ ΠΟΥ ΤΟΣΟ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ!!!!! !  ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΜΕ ΠΟΛΛΕΣ ΟΜΑΔΕΣ  ΑΠΟ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΚΑΙ ΝΕΑ ΠΑΙΔΙΑ,   ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΕΣ, ΑΠΟ ΟΛΟ ΤΟ ΝΗΣΙ  ΠΕΡΠΑΤΏΝΤΑΣ ΠΟΛΑ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ ΝΑ  ΑΝΕΒΑΙΝΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑΣΟ ΓΙΑ ΝΑ "ΑΓΡΥΠΝΗΣΟΥΝ" (ΞΕΝΥΧΤΙΣΟΥΝ) ΚΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΘΟΥΝ  ΣΤΗ ΧΑΡΗ ΤΗΣ!!!!
ΑΓΙΑΣΟΣ ΠΑΝΕΜΟΡΦΗ ΜΕ ΧΙΛΙΑ "ΚΑΛΟΥΔΙΑ" ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙ!!!!
ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΑ ΒΑΤΕΡΑ ΜΕ ΤΗ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΟΥΣ ΚΙ ΑΠΟ ΦΑΓΗΤΑ ΟΤΙ ΒΑΛΕΙ ΚΑΘΕ ΜΙΑΝΟΥ Ο ΝΟΥΣ!!!!! ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑΜΕ, ΚΟΥΡΑΣΗ ΓΛΥΚΙΑ, ΚΟΥΡΑΣΗ ΟΜΟΡΦΗ
 ΗΤΑΝ ΟΜΩΣ ΥΠΕΡΟΧΟ ΟΤΙ ΖΗΣΑΜΕ!!!!!!!
 ΚΑΛΟ ΜΑΣ ΒΡΑΔΥ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ 


ΟΤΙ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΗΡΘΕ ΣΤΟ ΠΛΩΜΑΡΙ ΤΟΝ ΕΧΕΙ......ΞΕΡΟΨΗΣΕΙ Ο ΗΛΙΟΣ ΜΕ ΤΟ ΝΑ ΨΑΡΕΥΕΙ ΠΡΩΙ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΔΕΝ ΞΕΚΟΛΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΜΩΛΟ. ΤΙ ΘΑ ΦΑΜΕ ΑΥΡΙΟ;;;35 ΟΛΟΚΛΗΡΑ ΨΑΡΑΚΙΑ ΤΟΟΟΟΟΟΣΟ ΜΕΓΑΑΑΑΑΛΑ 5 ΜΕ 6 ΠΟΝΤΟΥΣ ΤΟ ΚΑΘΕΝΑ.ΣΚΕΠΤΟΜΑΙ ΟΜΩΣ ΠΟΟΟΟΟΣΟ ΓΛΥΚΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΜΑ ΒΑΖΕΙ ΤΟ ΤΙΓΑΝΙ ΣΤΗ ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΑΣ ΠΡΟΣΚΑΛΕΙ ΟΛΟΥΣ ΣΤΟ ΓΙΩΡΤΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ
   

Σάββατο 6 Αυγούστου 2016

Β’ Δημοτικού του 1948
http://paramithi-paramithi.blogspot.gr/

voskos_xristos

Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.
– Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
– Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι… Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά,  χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
– Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
– Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: – Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
– Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
– Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
– Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
– Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
– Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
– Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
– Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
– Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθῆτε.

Πηγή : Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1948
ΚΛΕΜΜΕΝΑ!!!!!!!!!!!!!!! ΜΙΑ ΣΥΚΙΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΕΚΕΙ  ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ "ΠΕΤΑΛΙΔΙ"  (ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΣΙΟΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ)  ΜΑΣ "ΕΚΛΕΙΝΕ" ΤΟ ΜΑΤΙ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ "ΦΟΡΤΩΜΕΝΗ" ΜΕ ΣΥΚΑ  ΣΩΣΤΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ ΚΟΙΤΑΜΕ ΕΝΑ ΓΥΡΩ ΜΠΕΧΤΣΗ (ΑΓΡΟΦΥΛΑΚΑ) ΔΕΝ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΤΟΤΕ Η ΣΥΚΙΑ ΓΙΑ ΛΙΓΟ ΕΓΙΝΕ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΜΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΑ ΣΥΚΑΛΑΚΙΑ ΣΤΟ ΠΙΑΤΟ ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΔΥΟ ΦΩΡΕΣ ΝΟΣΤΙΜΑ ΓΙΑΤΙ "ΤΟ ΞΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΟ" ΤΟ ΤΥΡΙ ΟΜΩΣ ΜΕ ΕΥΡΟΥΛΑΚΙΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΟ!!! ΝΑ ΠΑΣ ΣΤΟ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ ΚΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΠΑΡΕΙΣ ΤΥΡΙ ΠΟΥ ΦΗΜΙΖΕΤΑΙ ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΣΤΙΜΙΑ ΤΟΥ ΔΕ ΛΕΕΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΔΥΟ "ΚΑΣΚΑΒΑΛΙΑ" (ΚΕΦΑΛΑΚΙΑ) ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗ ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΜΟΥ ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΙΑΤΟ  ΣΑΣ ΤΟ ΚΕΡΝΑΩ ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥ ΧΑΡΑ
Η ΜΕΡΑ ΤΟ ΚΑΛΕΙ" ΕΘΙΜΟ: ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΤΡΩΜΕ ΨΑΡΙΑ!!!!
ΚΑΛΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ, ΚΑΛΗ ΟΡΕΞΗ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ!!!!
ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ 15 ΗΜΕΡΕΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΣΗΜΕΡΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΣΩΤΙΡΟΣ "ΚΑΤΗΛΕΙ" ΔΗΛΑΔΗ ΕΠΙΤΡΕΠΕΤΕ Η ΨΑΡΟΦΑΓΙΑ ΜΟΝΟ!!!!!!

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΝΑΤΕ ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΚΑΙ ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ Σ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΛΕΟΥΝ ΣΕ....ΠΕΛΑΓΗ ΕΥΤΥΧΙΑΣ ΑΛΛΑ ΤΟΥΣ ΚΑΛΕΙ ΤΟ ΚΑΘΗΚΟΝ ΚΑΙ ΕΝΑΙ...... ΚΑΠΩΣ......
ΑΙΓΑΙΟΠΕΛΑΓΙΤΙΚΟΥΣ ΧΑΙΡΕΤΣΜΟΥΣ!!!!
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΑΠΟ ΠΛΩΜΑΡΙ
 
 ΔΡΟΣΙΑ, ΝΙΑΤΑ, ΣΤΑΦΥΛΙΑ!!!!!!! ΤΙ ΑΛΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΓΙΑ ΤΟΥΤΟ ΤΟ...ΚΑΥΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
 ΑΝΕΜΕΛΟ ΔΡΟΣΕΡΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΦΙΛΟΙ ΜΟ
 
ΚΑΛΑ ΝΑ ΠΕΡΝΑΤΕ ΟΠΟΥ ΚΙ ΑΝ ΒΡΙΣΚΕΣΤΕ ΚΑΛΟΙ ΜΟΥ ΦΙΛΟΙ
ΑΥΓΟΥΣΤΑΤΙΚΟ ΤΟ ΒΡΑΔΑΚΙ, ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΣΤΟΥ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ, ΚΑΙ ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΩΡΟ ΣΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΑΣ  ΞΕΧΑΣΤΟΥΜΕ!!!!!!!!!!!
 "ΕΞΩ ΚΑΡΔΙΑ"
ΚΙ ΑΡΜΕΝΙΖΩΝΤΑΣ.......ΤΑ ΠΕΛΑΓΑ
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ.........ΣΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ
ΙΣΩΣ ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΕΝΑΣ ΑΠ ΟΛΟΥΣ ΝΑ ΜΑΣ ΦΕΡΕΙ "ΤΟ ΧΡΥΣΟ"
 

Παρασκευή 5 Αυγούστου 2016

ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ ΔΙΧΩΣ ΧΤΑΠΟΔΙ ΔΙΧΩΣ ΑΧΟΙΝΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ????
ΚΑΛΟΦΑΓΩΤΑ!!!! ΤΑ ΚΑΘΙΣΤΕΡΙΣΑ ΧΑΖΕΥΑ ΤΑ ΙΣΤΙΟΦΩΡΑ ΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ
 
ΟΡΤΣΑ ΤΑ ΠΑΝΙΑ ΣΕ ΛΥΓΕΣ ΩΡΕΣ!!!!!!!!! ΟΥΤΕ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΕΤΟΙΜΑΖΕΤΕ Ο......"ΤΑΞΙΔΕΥΤΗΣ"

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2016

ΧΘΕΣ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΑΣΟΥΜΕ ΣΗΜΕΡΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΓΗ ΕΧΟΥΜΕ ΕΝΑΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ (ΛΕΒΑΝΤΕ) ΟΧΙ ΑΕΡΑΚΙ ΑΛΑ ΑΕΡΑ  ΚΑΙ ΕΧΟΥΜΕ ΕΔΩ ΣΤΗ ΠΑΡΑΛΙΑ ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΠΟΥ Ο ΑΕΡΑΣ ΤΟ ΤΑΡΑΚΟΥΝΑΕΙ ΚΙ ΕΓΩ ΞΕΡΩ ΕΝΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΠΟΥ ΕΛΕΓΕ ΣΥΧΝΑ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ (ΕΙΧΕ ΠΑΤΕΡΑ ΝΑΥΤΙΚΟ ΚΑΙ ΜΑΛΟΝ ΤΗΣ ΤΟΝ ΘΥΜΙΖΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΓΟΥΔΙ) ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΕ ΛΟΙΠΟΝ "ΑΕΡΑΣ ΤΑ ΤΙΝΑΖΕΙ ΤΑ ΠΛΑΤΑΝΟΦΥΛΛΑ ΘΕΟΣ ΝΑ ΤΑ ΦΥΛΑΕΙ ΤΑ ΓΙΟΥΜΙΤΖΟΠΟΥΛΑ" (ΤΟΥΣ ΝΑΥΤΙΚΟΥΣ) ΛΟΙΠΟΝ ΤΟ ΠΛΑΤΑΝΙ ΤΟ ΤΑΡΑΚΟΥΝΑΕΙ Ο ΑΕΡΑΣ ΚΑΤΩ ΣΤΗ "ΜΑΡΙΝΑ" ΤΑ ΓΙΟΥΜΙΤΖΟΠΟΥΛΑ ΕΧΟΥΝ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΕ ΛΙΓΟ ΓΙΑ ΝΑ ΣΑΛΠΑΡΟΥΝ ΚΙ ΕΓΩ ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΟΜΑΙ ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΑΣ ΝΑ ΓΥΝΟΝΤΑΙ ΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΚΑΙ ΝΑ ΧΑΙΡΟΝΝΤΑΙ ΤΟΣΟ ΠΟΛΥ, ΑΛΩΣΤΕ ΝΑΥΤΙΚΟΣ ΛΑΟΣ ΕΙΜΑΣΤΕ
ΚΑΙ ΜΑΣ ΠΡΕΠΕΙΝΑΤΗΝΑΓΑΠΑΜΕ!!!!!!!!!
 
 
ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ ΕΣΕΝΑ ΘΕΛΩ ΝΑ ΒΛΕΠΩ!! ΟΛΑ ΟΣΑ ΑΓΑΠΗΣΑ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΘΑΜΕΝΑ ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΣΟΥ

Τετάρτη 3 Αυγούστου 2016

ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΚΡΥΟ ""ΜΠΟΥΖΙ " ΓΛΥΚΟ ΝΑΙ ΣΑΝ ΚΑΡΠΟΥΖΙ ΕΒΓΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΠΑΓΟΤΟΟΟΟΟ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΜΕ ΒΑΝΙΛΙΑ ΟΠΟΥ ΚΟΛΑ ΣΤΑ ΧΕΙΛΙΑ ΤΟ ΚΑΝΕΙ ΜΙΑ ΜΙΚΡΟΥΛΑ ΤΗ ΛΕΝΕ ΜΑΡΙΚΟΥΛΑ ΜΑΖΙ Μ ΕΝΑ ΑΓΟΡΑΚΙ ΟΠΟΥ ΤΟ ΛΕΝ ΓΙΑΝΝΑΚΙ "ΕΒΓΑ" ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΠΑΓΟΤΟΟΟΟΟΟ (Ο ΓΙΑΝΑΚΗΣ ΗΤΑΝ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΚΑΓΚΑΛΗΣ ΚΑΙ Η ΜΗΚΡΟΥΛΑ ΗΤΑΝ Η ΜΕΤΕΠΗΤΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΠΑΤΑΚΗ (ΞΑΔΕΛΦΗ ΜΟΥ) "ΤΣΟΥΡΜΟ" ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΞΟΠΗΣΩ ΤΟΥ!!!1 ΜΕΓΑΛΗ .....ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΟ ΠΑΓΟΤΟ ΤΟΤΕ!!!!!!!










Ε, ΠΩΣ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΓΙΝΟΤΑΝ ΝΑ ΜΗ ΓΕΥΤΟΥΜΕ ΚΙ ΕΜΕΙΣ ΤΙΣ ΧΑΡΕΣ ΤΗΣ ΙΣΤΙΟΠΛΟΪΑΣ  ΝΑ ΜΑΘΟΥΜΕ ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙΣ ΜΕ ΕΝΑ ΠΑΝΙ ΠΟΥ ΤΟ ΦΥΣΑ Τ ΑΕΡΑΚΙ!!!!!!!!!!!!!!ΣΥΓΟΥΡΑ ΘΑ ΑΝΑΠΟΛΟΥΜΕ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΟΜΡΦΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΑΣΑΜΕ  ΠΑΡΕΑ  ΜΕ ΤΑ ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ ΜΑΣ, ΣΥΓΟΥΡΑ  ΘΑ ΜΕΤΡΑΜΕ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΠΟΥ ΘΑ ΞΑΝΑΡΘΟΥΜΕ ΣΤΟ ΝΙΣΙ Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΡΙΣΕ "ΤΡΕΛΑΜΕΝΟΣ" ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΚΑΙΝΟΥΡΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑ!!!!!!!!
ΣΙΓΡΙ Το μέρος που ακούμπησε την καρδιά του ο Καμύ!!!.
Εκεί θα πάω να ζήσω, Αγγελε, στο νησί σου. Ομως στα δυτικά, στο γυμνό βράχο του γραφικού ψαράδικου χωριού. Ποιος ξέρει" ίσως για πάντα"..."Θα στέκω στην άκρη του γιαλού, ν' αγναντεύω τη θάλασσα" τα κύματα του Αιγαίου να μου φέρνουν μηνύματα μακρινά, μηνύματα από την Τιπασά, αρώματα της πατρίδας μου" Θα στέκω εκεί με τις ώρες, η αρμύρα να καίει τα μάτια μου, να μου στεγνώνει τα χείλη" Και θα αποχαιρετώ τον ήλι...ο στην κάθε δύση του, να συνηθίζω στο χωρισμό. Να μη φοβάμαι τον τελικό αποχωρισμό" το θάνατο" Να συλλογιέμαι" Τι όμορφος που είναι, τι μεγαλείο που έχει ο χωρισμός..
Κι άλλες φορές, μονάχος μες στη βαρκούλα μου, κάργα το πανί στον άγριο αγέρα, θ' αρμενίζω σαν παλαβός στο μανιασμένο πέλαγο, κυνηγημένη, έρημη, χαμένη ψυχή. Κι ίσως σε κάποια απανεμιά, αποσταμένος πια, σα γέρνω στην κουπαστή να θωρώ της θάλασσας τα βάθη, ίσως και μου φανερωθούν εκείνες οι ψυχές, που είναι στα σπλάχνα της θαμμένες, για πάντα στην αιώνια σιωπή. Δάσος απολιθωμένο, που όπως όλοι λένε βρίσκεται εκεί στο βυθό, μα που εγώ δε στάθηκα τυχερός και δεν το είδα".... Δειλινό αξέχαστο, που δε θα σβήσει ποτέ από τη θύμησή μας.

Τρίτη 2 Αυγούστου 2016

· Plomári
Γεώργιος Δροσίνη
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα,
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο,
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω.
...
Δε θέλω του γυαλιού το λαμπροφέγγισμα,
που δίνεται του φεγγο ηλιού τη χάρη,
θέλω να δίνω φως, από τη φλόγα μου,
κι ας είμαι ένα, κι ας είμαι ένα ταπεινό λυχνάρι.
Δε θέλω του κισσού το πλάνο ψήλωμα,
σε ξένα αναστηλώματα δεμένο,
ας είμαι ένα καλάμι, ένα χαμόδεντρο,
μα όσο ανεβαίνω, μα όσο ανεβαίνω, μόνος ν’ ανεβαίνω