$(document).ready(function(){$.fn.snow({minSize:10, maxSize:50, newOn:400, flakeColor: '#FFFFFF'});});

και οι βελόνες τίκι τάκα τριγυρίζουνε στη πλάκα


clock-desktop.com

Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

  • ΕΙΔΗΣΕΙΣ
  • CULTURE
  • ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
  • DESIGN&STYLE
  • LIFOLAND
  • BLOGS
  • PHOTOS
  • VIDEOS

  • 10 ποιήματα για τη μητέρα

    Παπαδιαμάντης, Σολωμός, Βιζυηνός, Πολέμης, Αγγελάκη-Ρουκ, Καβάφης, Χριστιανόπουλος, Σαχτούρης, Ιωάννου, Πολυδούρη

     
    The Painter's Mother Resting III, Lucian Freud
    The Painter's Mother Resting III, Lucian Freud

      
    Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς την μητέρα μου (1873)

    Μάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽  ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι
    ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
    Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽  ὅπου κι ἂν περάσει,
    δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.

    Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη
    μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽  ἀφρισμένη,
    παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι
    κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.

    Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽  ἀράξω
    μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω.

    Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω
    τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽  ἀγναντέψω.
    Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω
    κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω.

    Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου
    ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο
    εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη
    π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.

    Κι ἐκείνη μ᾽  ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη:
    Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ  γεννήθης
    ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες
    ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες.

    The Painter's Mother Resting I, Lucian Freud
    The Painter's Mother Resting I, Lucian Freud


    Διονύσιος Σολωμός: Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο 
    (απόσπασμα)

    Τώρα που η ξάστερη
    νύχτα μονάχους
    μας ηύρε απάντεχα,
    και εκεί στους βράχους
    σχίζεται η θάλασσα
    σιγαλινά.

    Τώρα που ανοίγεται
    κάθε καρδία
    στη λύπη,ακούσετε
    μιαν ιστορία,
    που την αισθάνονται
    τα σωθικά.

    Σε κοιμητήριο
    είναι στημένα
    δύο κυπαρίσσια
    αδελφωμένα
    που πρασινίζουνε
    μες στους σταυρούς.

    Όταν μεσάνυχτα
    καταβουίζουν
    οι άνεμοι, αν τα’ βλεπες
    πώς κυματίζουν,
    έλεες πως κράζουνε
    τους ζωντανούς.

    Δύο αδέλφια δύστυχα
    κοιμούνται κάτου
    τον ανεξύπνητον
    ύπνο θανάτου
    κι έχασε η μάνα τους
    τα λογικά.
     
     
    The Painter's Mother III, Lucian Freud
    The Painter's Mother III, Lucian Freud

     
    Ιωάννη Πολέμη: Ο αποχαιρετισμός της μάννας
     
    Μισεύεις γιὰ τὴν ξενητιὰ καὶ μένω μοναχή μου
    σύρε παιδί μου στὸ καλὸ καὶ σύρε στὴν εὐχή μου.
    Τριανταφυλλένια ἡ στράτα σου, κρινοσπαρμένοι οἱ δρόμοι,
    γιὰ χάρη σου ν᾿ ἀνθοβολοῦν καὶ τὰ λιθάρια ἀκόμη.
    Τὰ δάκρυά μου νὰ γεννοῦν διαμάντια σ᾿ ὅ,τι ἀγγίζεις
    καὶ τὸ ποτήρι τῆς χαρᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραγγίζεις.
    Νὰ πίνεις καὶ νὰ ξεδιψᾶς καὶ νἆν᾿ αὐτὸ γεμάτο,
    σὰ νἆσαι ἡ βρύση ἀπὸ ψηλὰ κι ἐσὺ νἆσαι ἀποκάτω.
    Ἐκεῖ, παιδί μου, ποὺ θὰ πᾶς, στὰ μακρινὰ τὰ ξένα,
    δίχτυα πολλὰ κι ὀξόβεργες θὰ στήσουνε γιὰ σένα.
    Παιδί μου ἂν ἐμένανε πάψεις νὰ μὲ θυμᾶσαι,
    μὲ δίχως βαρυγγόμηση συχωρεμένος νἆσαι.
    Κι ἂν πάλι τὸ φτωχὸ καλύβι μας ντροπὴ σοῦ φέρνει,
    ὡστόσο
    Καὶ πάλι θά ῾μαι πρόθυμη, συχώρεση νὰ δώσω.
    Μ᾿ ἂν τὴν πατρίδα ἀπαρνηθεῖς ποὺ τὴ λατρεύουμε ὅλοι,
    νἆσαι ἡ ζωή σου ὅπου κι ἂν πᾶς ἀγκάθια καὶ τριβόλοι.

    The Painter's Mother II, Lucian Freud
    The Painter's Mother II, Lucian Freud

     
    Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: Η μάνα μου κι ο Σατανάς 
     
    Τη μεγάλη Παρασκευή
    η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας
    και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.
    Δε φοράει πια εκείνο το ροζ
    που τη θάψανε
    κι ούτε κατεβαίνει ολοένα
    με το κουτί της μαζί.
    Τη Μεγάλη Παρασκευή
    η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί
    φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.
    Το νύχι της το προτελευταίο
    παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου
    άγνωστη
    όταν κρυφοσκεπτόταν
    και κρυφοαμάρτανε
    μακριά μου
    σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της

    The Painter's Mother, Lucian Freud
    The Painter's Mother, Lucian Freud

     
    Γεώργιος Βιζυηνός: Η μητέρα
     
    Πώς να πειράξω τη μητέρα
    να κάμω εγώ να λυπηθεί, 
    που όλη νύχτα κι όλη μέρα
    για το καλό μου προσπαθεί;
     
    Πώς ν' αρνηθώ ή ν ' αναβάλω
    ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
    αφού στη γη δεν έχω άλλο
    κανένα φίλο σαν αυτή;
     
    Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
    με είχε βρέφος απαλό, 
    με κάθιζε στα γόνατά της
    και μ' έμαθε να ομιλώ.
     
    Αυτή με τρέφει και με ντύνει
    όλο το χρόνο που γυρνά,
    και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
    σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.
     
    Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
    φιλά να γειάνει την πληγή.
    Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
    και τι να κάμω μ'΄οδηγεί.
     
    Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
    να κάμω εγώ να λυπηθεί,
    που όλη νύχτα κι όλη μέρα
    για το καλό μου προσπαθεί

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου